επικολπίδιος

επικολπίδιος
ἐπικολπίδιος, -ον (Μ)
επικόλπιος, αυτός που βρίσκεται στον κόρφο («μήπως ἐπικολπίδιον τύχοι τις κρύπτών ξίφος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολπίδιος, υποκοριστικό τού κόλπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”